Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από περισσότερους από 450.000 ενήλικες -με μέση ηλικία 56,5 έτη- από τη βρετανική βάση δεδομένων υγείας «UK Biobank» για να διερευνήσουν τη συσχέτιση μεταξύ της θνησιμότητας και πέντε τύπων κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Οι συμμετέχοντες κλήθηκα να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις για το πόσο συχνά μπορούσαν να εμπιστευτούν κάποιον κοντινό τους άνθρωπο και πόσο συχνά ένιωθαν μοναξιά (υποκειμενικές μετρήσεις), πόσο συχνά τους επισκέπτονταν φίλοι και συγγενείς, πόσο συχνά συμμετείχαν σε εβδομαδιαία ομαδική δραστηριότητα κι αν ζούσαν μόνοι τους (αντικειμενικές μετρήσεις).
39% αυξημένος κίνδυνος θανάτου για όσους δεν τους επισκέπτονταν ποτέ φίλοι ή συγγενείς
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αυξημένη θνησιμότητα σχετιζόταν εντονότερα με τα χαμηλά επίπεδα των αντικειμενικών μετρήσεων κοινωνικής αλληλεπίδρασης σε σύγκριση με τα χαμηλά επίπεδα των υποκειμενικών μετρήσεων. Η ισχυρότερη συσχέτιση αφορούσε σε άτομα που δεν τους επισκέπτονταν ποτέ φίλοι ή συγγενείς και διέτρεχαν 39% αυξημένο κίνδυνο θανάτου. Οι συμμετέχοντες που δέχονταν επισκέψεις φίλων ή συγγενών σε τουλάχιστον μηνιαία βάση είχαν σημαντικά χαμηλότερο σχετιζόμενο κίνδυνο θνησιμότητας, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπήρχε ενδεχομένως προστατευτική επίδραση από αυτή την κοινωνική αλληλεπίδραση. Την ίδια ώρα, εντοπίστηκε ότι δεν παρατηρήθηκε όφελος από τη συμμετοχή σε εβδομαδιαίες ομαδικές δραστηριότητες σε συμμετέχοντες που δεν είχαν ποτέ επισκέψεις από φίλους ή συγγενείς.
Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα περαιτέρω διερεύνησης του θέματος, προκειμένου να αναλυθούν επιδράσεις άλλων τύπων κοινωνικής αλληλεπίδρασης στη θνησιμότητα. Επιπλέον, οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι τα ευρήματά τους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν στον εντοπισμό των ασθενών που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο θανάτου λόγω κοινωνικών παραγόντων και στην ανάπτυξη αποτελεσματικότερων παρεμβάσεων για την καταπολέμηση του κινδύνου αυτού.
Η μελέτη δημοσιεύεται στο περιοδικό «BMC Medicine».