Θα πρέπει επομένως να γίνει σαφές ότι υπάρχουν πολλά οφέλη από τη γενετική έρευνα που πρέπει να κάνουν όσοι έχουν επιβαρυμένη κληρονομική προδιάθεση.
Άρρενες φορείς μεταλλαγών στο BRCA2 έχουν 8% κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και 20% κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη έως την ηλικία των 80. Ένα μικρότερο ποσοστό των περιπτώσεων οφείλεται σε αλλοιώσεις των γονιδίων RAD51C (1.5-4%), PALB2 (~3.4%) και CHECK2 (~2.2%). Η πιθανότητα μεταβίβασης μεταλλαγής από το γονιό σε κάθε παιδί του είναι 50%. Για τον ελληνικό πληθυσμό έχει καταγραφεί και δημοσιευθεί το φάσμα των παθογόνων μεταλλάξεων στα γονίδια BRCA1 και BRCA2.
Ποιες είναι οι ενδείξεις για την πραγματοποίηση γενετικού ελέγχου
Τα άτομα που είναι φορείς των παθογόνων μεταλλάξεων έχουν, όπως αναφέρθηκε, αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου σε νεαρή ηλικία. Όσοι λοιπόν, έχουν τουλάχιστον ένα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά, θα πρέπει να ελεγχθούν για κληρονομούμενο καρκίνο:
- Συγγενείς Α' & Β' βαθμού συγγένειας (μητέρα, αδελφή, γιαγιά, θεία, πρώτη ξαδέλφη κλπ.) που διαγνώστηκαν με καρκίνο μαστού σε ηλικία μικρότερη των 45 ετών.
- Συγγενείς Α' & Β' βαθμού, που έχουν νοσήσει από καρκίνο ωοθηκών σε οποιαδήποτε ηλικία.
- Δύο ή περισσότεροι συγγενείς στην οικογένεια με διαγνωσμένο καρκίνο μαστού ή ωοθηκών.
- Ο ίδιος τύπος καρκίνου να έχει διαγνωσθεί σε διαφορετικά μέλη της ίδιας οικογένειας.
- Περισσότεροι από ένας καρκίνοι (πχ καρκίνος μαστού και καρκίνος θυρεοειδούς, ή καρκίνος ενδομητρίου, ή καρκίνος στομάχου, ή λευχαιμία) να έχει διαγνωσθεί στο ίδιο άτομο.
- Ένας σπάνιος καρκίνος να έχει βρεθεί σε ένα ή περισσότερα μέλη της ίδιας οικογένειας.
- Εμφάνιση καρκίνου μαστού σε άνδρα.
- Ιστορικό αμφοτερόπλευρης κακοήθειας μαστού.
- Ασθενείς που έχουν εμφανίσει τριπλά αρνητικό καρκίνο μαστού (οιστρογονικοί υποδοχείς=0, προγεστερονικοί υποδοχείς=0, HER2/new=0).
Τα αποτελέσματα του γενετικού ελέγχου μπορούν να βοηθήσουν τους φορείς γενετικών μεταλλάξεων μέσω διαφόρων μεθόδων, να προληφθεί ή έστω να διαγνωσθεί η νόσος σε αρχικό στάδιο.
Το ίδιο σημαντικό είναι και για τους συγγενείς αυτών των ατόμων να γνωρίζουν αν και οι ίδιοι είναι φορείς της γενετικής αλλοίωσης, ώστε να λάβουν προληπτικά μέτρα ή όχι.
Η ταυτοποίηση των μεταλλαγών γίνεται με:
- Προσδιορισμό (Sequencing, DNA αλληλούχηση) της κωδικής αλληλουχίας των εξωνίων.
- Μέθοδο MLPA για την ανεύρεση μεγάλων γενωμικών αναδιατάξεων που απενεργοποιούν το γονίδιο BRCA1 και το γονίδιο BRCA2.
Ποιος υποβάλλεται σε γενετικό έλεγχο;
Η εξέταση γίνεται ΣΤΟ ΑΤΟΜΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΝΟΣΗΣΕΙ με καρκίνο μαστού ή καρκίνο ωοθηκών. Εάν δεν διαπιστωθεί γνωστή μετάλλαξη δεν υπάρχει κληρονομουμένος καρκίνος και δεν χρειάζεται να εξεταστούν και τα άλλα μέλη της οικογένειας.
Εάν το μέλος της οικογένειας που είχε νοσήσει δεν είναι εν ζωή, τότε χρειάζεται συζήτηση με κλινικό γενετιστή για να αποφασιστεί εάν το γονιδιακό τεστ είναι χρήσιμο.
Ποια είναι η κλινική χρησιμότητα;
Εντοπισμός των ατόμων με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών και ένταξη τους σε αυξημένο έλεγχο, μεγιστοποιώντας έτσι τη φροντίδα τους και αυξάνοντας αποτελεσματικά την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου.
- Η εμφάνιση ή επανεμφάνιση της νόσου μπορεί να αποφευχθεί με την ενδεδειγμένη ιατρική αντιμετώπιση.
- Γενετική συμβουλή για τους εξεταζόμενους και τους συγγενείς τους για την αιτιολογία της εμφάνισης καρκίνου στην οικογένειά τους.
- Αποφυγή του κόστους και των επιπλοκών από μη αναγκαίες χειρουργικές επεμβάσεις σε μέλη της οικογένειας αρνητικά για τη γονιδιακή μεταλλαγή που έχει ταυτοποιηθεί στην οικογένεια.
Δρ. Βασίλης Βενιζέλος MD, Χειρουργός Μαστού – Ειδικός Μαστολόγος, Διευθυντής Μονάδας Μαστού Νοσοκομείου METROPOLITAN, Πρόεδρος Ελληνικής Χειρουργικής Εταιρείας Μαστού (ΕΧΕΜ).
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφτείτε την ιστοσελίδα: https://www.vvenizelos.gr/ή καλέστε στο 2107474065.