Η έρευνα, με επικεφαλής τον δρα Μπράιαν Ντ' Όνόφριο του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα στο Μπλούμινγκτον, ανέλυσε στοιχεία για 14.614 παιδιά που είχαν γεννηθεί από μητέρες με επιληψία, από τις οποίες σε ποσοστό 23% έπαιρναν κάποιο αντιεπιληπτικό φάρμακο κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης. Τα συχνότερα φάρμακα ήταν η καρβαμαζεπίνη (10% των εγκύων), η λαμοτριγίνη (7%) και το βαλπροϊκό οξύ (5%).
Τα αποτελέσματα των ερευνών έδειξαν πως οι έγκυες που έπαιρναν βαλπροϊκό οξύ στο αρχικό τρίμηνο της κύησης είχαν 2,3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν παιδί με αυτισμό, καθώς επίσης 1,7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν παιδί που θα διαγνωστεί με ΔΕΠΥ αργότερα στη ζωή του.
Αξίζει να σημειωθεί πως η έρευνα δεν κατέληξε σε αυξημένο κίνδυνο αυτισμού ή ΔΕΠΥ για τα παιδιά, των οποίων οι μητέρες έπαιρναν τα άλλα δύο φάρμακα κατά της επιληψίας (καρβαμαζεπίνη και λαμοτριγίνη) , κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
«Τα ευρήματά μας έρχονται να προστεθούν σε εκείνα άλλων μελετών, που δείχνουν ότι ορισμένα αντιεπιληπτικά φάρμακα μπορεί να είναι ασφαλέστερα από άλλα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι γυναίκες που κάνουν αντιεπιληπτική θεραπεία, ιδίως με βαλπροϊκό οξύ, θα πρέπει να ζυγίσουν τους πιθανούς κινδύνους για το έμβρυο», δήλωσε ο Ντ' Όνόφριο.