Πρόκειται για την ορμόνη λιποκαλίνη-2 (LCN2), η οποία παράγεται στα οστά και επιδρά στον υποθάλαμο του εγκεφάλου και «λειτουργεί ως σήμα κορεσμού έπειτα από κάθε γεύμα, περιορίζοντας την πρόσληψη τροφής σε ποντίκια», όπως εξηγεί η Περιστέρα-Ιωάννα Πετροπούλου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης όταν πραγματοποιήθηκε η μελέτη, η οποία πλέον έχει μετακομίσει στο Κέντρο Διαβήτη «Χέλμχολτζ» του Μονάχου.
«Θέλαμε να διαπιστώσουμε το κατά πόσον η LCN2 έχει παρόμοια δράση στον άνθρωπο, καθώς και αν η ορμόνη περνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό» για να φτάσει στον εγκέφαλο, προσθέτει η κ. Πετροπούλου, κύρια συγγραφέας της δημοσίευσης στην έγκριτη επιθεώρηση eLife.
Άνοδος μετά το γεύμα
Σε πρώτη φάση, η ερευνητική ομάδα επανεξέτασε τα δεδομένα τεσσάρων μελετών στα οποία καταγράφονταν οι αυξομειώσεις της ορμόνης σε υπέρβαρους, παχύσαρκους και φυσιολογικού βάρους εθελοντές σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Τα επίπεδα της LCN2 μετρήθηκαν πριν και μετά την κατανάλωση ενός γεύματος έπειτα από ολονύχτια νηστεία.
Οι μετρήσεις έδειξαν αύξηση της συγκέντρωσης LCN2 μετά το γεύμα στο αίμα των ατόμων κανονικού βάρους, ενώ στους υπέρβαρους και τους παχύσαρκους καταγράφηκε αντίθετα πτώση των επιπέδων της ορμόνης. Σημειώνεται ότι οι εθελοντές της ομάδας, στους οποίους καταγράφηκαν τα μειωμένα επίπεδα της ορμόνης, έτειναν να έχουν μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης, ανεβασμένους δείκτες μεταβολικής νόσου, όπως αυξημένο δείκτη μάζας σώματος, υψηλή αρτηριακή πίεση και αυξημένο σάκχαρο στο αίμα.
Εντύπωση προκάλεσε στους ερευνητές ότι ακόμη και στην περίπτωση εθελοντών που είχαν χάσει βάρος έπειτα από επέμβαση γαστρικού by pass καταγράφηκαν αυξημένα επίπεδα LCN2 μετά την κατανάλωση γευμάτων, όπως συνέβη και στα άτομα κανονικού βάρους.
Σε επόμενη φάση, οι ερευνητές βεβαιώθηκαν ότι η LCN2 περνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, ένδειξη ότι η ορμόνη όντως επιδρά στον εγκέφαλο.
Η επιβεβαίωση από τα πειραματόζωα
Στην τελική φάση της μελέτης, η ερευνητική ομάδα πειραματίστηκε με την ενδοφλέβια χορήγηση της LCN2 σε πιθήκους για χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας.
Τα αποτελέσματα της δοκιμής στα πειραματόζωα φανέρωσαν ότι η κατανάλωση τροφής μειώθηκε κατά 28% σε σχέση με τα προηγούμενα επίπεδα και κατά 21% σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, της οποίας τα πειραματόζωα δέχθηκαν ενέσεις φυσιολογικού ορού ως ψευδοφάρμακο, αναφέρουν οι ερευνητές.
Ταυτόχρονα, τα πειραματόζωα στην ομάδα της ορμόνης παρουσίασαν μείωση του σωματικού βάρους, του ποσοστού λίπους και των λιπιδίων του αίματος.
«Δείξαμε ότι η LCN2 φτάνει στον εγκέφαλο, περνά στον υποθάλαμο και καταστέλλει την πρόσληψη τροφής σε μη ανθρώπινα πρωτεύοντα», καταλήγει η Σταβρούλα Κουστένη του Πανεπιστημίου Κολούμπια, εκ των συγγραφέων της μελέτης.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι η ορμόνη μπορεί να περιορίζει την όρεξη με αμελητέα τοξικότητα, και θέτουν τα θεμέλια για το επόμενο στάδιο δοκιμών της LCN2 για την κλινική χρήση της».