Τι έδειξε η έρευνα σε βάθος 25ετίας
Οι ερευνητές από τη Γαλλία και τη Βρετανία, με επικεφαλής τη Δρα Σεβερίν Σαμπιά του Πανεπιστημίου Cite του Παρισιού, καθώς και του Ινστιτούτου Επιδημιολογίας & Υγείας του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL) που έκαναν τη σχετική δημοσίευση, ανέλυσαν στοιχεία για 7.864 υγιείς ανθρώπους που παρακολουθήθηκαν σε βάθος 25ετίας σε σχέση με το ιατρικό ιστορικό τους (διάγνωση ασθενειών).
Διαπιστώθηκε ότι, σε σύγκριση με όσους κοιμούνταν επτά ώρες, εκείνοι που κοιμούνταν πέντε ή λιγότερες ώρες στα 50 τους, είχαν κατά μέσο όρο 20% μεγαλύτερη πιθανότητα να διαγνωστούν με μια χρόνια πάθηση και 40% μεγαλύτερο κίνδυνο να διαγνωστούν με δύο ή περισσότερες χρόνιες παθήσεις μέσα στα επόμενα 25 χρόνια.
Οι 60άρηδες με ύπνο έως πέντε ώρες είχαν 32% μεγαλύτερο κίνδυνο για πολλαπλές χρόνιες παθήσεις, ενώ οι 70άρηδες 40% μεγαλύτερο κίνδυνο. Ο λιγοστός ύπνος στα 50 σχετιζόταν ακόμη με μια αύξηση κατά 25% του κινδύνου πρόωρου θανάτου, κυρίως λόγω των αυξημένων χρόνιων παθήσεων.
Από την άλλη, στις ηλικίες των 60 και 70 ετών ο ύπνος πάνω από εννέα ώρες το βράδυ σχετιζόταν επίσης με μια αυξημένη κατά 35% πιθανότητα πολυνοσηρότητας, αν και ο πολύς ύπνος σε ορισμένες περιπτώσεις θα έπρεπε να αποδοθεί στις ίδιες τις χρόνιες παθήσεις τους.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι όσο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής στις ανεπτυγμένες χώρες, γίνεται ολοένα πιο συχνή η ζωή με πολλαπλά προβλήματα υγείας, ιδίως αν συνυπάρχει έλλειψη ύπνου.
« Καθώς οι άνθρωποι γερνάνε, οι συνήθειες του ύπνου τους αλλάζουν. Όμως συνίσταται να κοιμούνται επτά έως οκτώ ώρες, καθώς οι διάρκειες ύπνου κάτω ή πάνω από το όριο αυτό έχουν συσχετιστεί με διάφορες χρόνιες ασθένειες», ανέφερε χαρακτηριστικά η Δρ. Σαμπιά.