Η νέα μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε χιλιάδες εθελοντές από την Ιαπωνία είναι η πρώτη που εξέτασε σε πληθυσμιακό επίπεδο τη συσχέτιση της ερωτικής επιθυμίας με τη θνησιμότητα από κάθε αιτία, καρδιαγγειακά και καρκίνο.
Στη μελέτη συμμετείχαν 8.558 άνδρες και 12.411 γυναίκες, 40 ετών και πάνω. Όλοι εντάχθηκαν στη μελέτη όταν επισκέφτηκαν γιατρό για προγραμματισμένο τσεκάπ. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν και ειδικά ερωτηματολόγια για την ερωτική επιθυμία τους.
Περισσότερο μειωμένη στις γυναίκες η ερωτική επιθυμία
Ειδικότερα, μειωμένη λίμπιντο ανέφερε το 16,1% των γυναικών και το 8,3% των ανδρών.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν την πορεία της υγείας τους για 7 χρόνια. Στο μεσοδιάστημα πέθαναν 503 εθελοντές. Οι 67 πέθαναν από καρδιαγγειακά αίτια και οι 162 από καρκίνο.
Οι επιστήμονες εξέτασαν αν οι θάνατοι ήταν περισσότεροι στους άνδρες και τις γυναίκες χωρίς ερωτική επιθυμία. Όπως διαπίστωσαν υπήρχε ισχυρή συσχέτιση μόνο στους άνδρες. Αντίθετα, στις γυναίκες η έλλειψη ερωτικής επιθυμίας στις γυναίκες, δεν φάνηκε να επηρεάζει την υγεία τους.
Οι άνδρες που είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους για το σεξ, είχαν κατά 69% περισσότερες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους, έναντι όσων είχαν υγιή ερωτική επιθυμία. Είχαν επίσης 72% περισσότερες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους από καρκίνο.
Τα ευρήματα παρέμεναν ακόμη και όταν οι ερευνητές έλαβαν υπ’ όψιν άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη συσχέτιση, όπως την ηλικία, το ιστορικό υπέρτασης, διαβήτη ή υψηλής χοληστερόλης, το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ, το σωματικό βάρος, το μορφωτικό επίπεδο, την οικογενειακή κατάσταση κλπ.
Εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά των ανδρών που είχαν χάσει την ερωτική επιθυμία τους, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους που την είχαν διατηρήσει, έτειναν να είναι καπνιστές, να πίνουν αλκοόλ και να πάσχουν από διαβήτη. Είχαν επίσης περισσότερο στρες και ανέφεραν περισσότερα συμπτώματα που προδιαθέτουν για κατάθλιψη.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η μειωμένη ερωτική επιθυμία δεν είναι εγγενής κατά την αναπαραγωγική ηλικία, αλλά αποτελεί ένδειξη κακών συνηθειών, όπως είναι το κάπνισμα, η υπερκατανάλωση αλκοόλ ή η υπερφαγία.