Την απάντηση σε αυτό το φλέγον ερώτημα δίνει μία νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο Science και έδειξε ότι οι διαφορές που εμφανίζει ένα φάρμακο στην αποτελεσματικότητα και στην τοξικότητά του μεταξύ των ασθενών που το λαμβάνουν, μπορεί να οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο μικροβίωμα (το σύνολο των μικροοργανισμών που φιλοξενεί κάθε οργανισμός στο έντερό του).
Πιο συγκεκριμένα, ο Michael Zimmermann και οι συνεργάτες του από το Ινστιτούτο Βιολογίας της Ζυρίχης στην Ελβετία ανακάλυψαν ότι το μικροβίωμα του εντέρου παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό των φαρμάκων. Ο προσδιορισμός του μεγέθους αυτής της συμβολής του μικροβιώματος αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, ιδίως αν τα βακτήρια και ο οργανισμός εκτελούν την ίδια μεταβολική διαδικασία. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές, η κατανόηση όλων των παραγόντων (φυσιολογικών, χημικών και βακτηριακών) που συμβάλλουν στο μεταβολισμό των φαρμάκων εξηγεί τις διαφορές που παρουσιάζουν οι άνθρωποι απέναντι σε ένα φάρμακο και μπορεί να οδηγήσει σε νέες, εξατομικευμένες θεραπείες.
Οι ερευνητές μελέτησαν το μεταβολισμό νουκλεοσιδικών φαρμάκων (που χρησιμοποιούνται ως αντι-ιικά και αντικαταθλιπτικά) σε πειραματόζωα, στα οποία είχε εγχυθεί μια ποικιλία από ειδικά μεταλλαγμένα μικροβιώματα. Στη συνέχεια παρακολούθησαν τη φαρμακοκινητική σε διάφορα μέρη του οργανισμού και προσδιόρισαν τη δράση του ίδιου του οργανισμού και των βακτηρίων που φιλοξενεί. Ανακαλύφθηκε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις πειραματόζωων, ακόμα και το 70% του μεταβολισμού ενός φαρμάκου μπορεί να έχει συντελεστεί από το μικροβίωμα.
Η απάντηση σε αυτό το τόσο συχνό ερώτημα ενισχύει και τις προτροπές που συχνά δίνουν οι γιατροί ότι κανένας ασθενής δεν πρέπει να προτείνει τη θεραπεία του σε κάποιον άλλον αλλά και για τη νέα διεθνή τάση που θέλει πλέον οι θεραπείες να αρχίζουν να εξατομικεύονται ανά ασθενή.