Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Proceedings of the National Academy of Sciences», εξετάζει ενδελεχώς τον τρόπο με τον οποίο η διατροφή δυτικού τύπου επηρεάζει τη σοβαρότητα και την έκβαση της σήψης.
Η νέα μελέτη των Αμερικανών ερευνητών διεξήχθη σε ποντίκια που χρησιμοποιήθηκαν ως πειραματόζωα και έλαβαν διατροφή δυτικού τύπου. Πρόκειται για τη διατροφή που χαρακτηρίζεται από τη χαμηλή πρόσληψη φυτικών ινών και την υψηλή πρόσληψη λιπαρών και ζάχαρης. Τα πειραματόζωα παρουσίασαν αυξημένη χρόνια φλεγμονή, σοβαρή σήψη και αυξημένα επίπεδα θνησιμότητας, σε σχέση με τα ποντίκια που ακολούθησαν μια κανονική διατροφή.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, τα ποντίκια παρουσίασαν έντονη σήψη και πέθαναν πιο γρήγορα εξαιτίας κάποιου στοιχείου της διατροφής τους και όχι λόγω της αύξησης του βάρους τους ή κάποιου μικροβίου.
Οι ερευνητές εξήγησαν πως το ανοσοποιητικό σύστημα των ποντικιών που ακολούθησαν διατροφή δυτικού τύπου έδειχνε και λειτουργούσε διαφορετικά. Φαίνεται ότι η διατροφή τροποποιεί τη λειτουργία των ανοσοκυττάρων με τρόπο ώστε το άτομο να γίνεται πιο ευαίσθητο στη σήψη και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον πρόωρο θάνατο.
Οι ερευνητές στο μέλλον σκοπεύουν να μελετήσουν το κατά πόσο συγκεκριμένα λιπαρά σε μια διατροφή δυτικού τύπου επηρεάζουν τη λειτουργία των ανοσοκυττάρων.
Οι ομάδες υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση σήψης περιλαμβάνουν ανθρώπους άνω των 60 ετών, άτομα που πάσχουν από χρόνιες νόσους ή/και υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία, νεογνά και τις μητέρες τους και ανθρώπους που δεν έχουν εμβολιαστεί έναντι κοινών νοσημάτων όπως η γρίπη ή η πνευμονιοκοκκική πνευμονία. Η σήψη εξελίσσεται ραγδαία και είναι πάντα το αποτέλεσμα μίας λοίμωξης. Η πλειοψηφία του κοινού αγνοεί ότι οι θάνατοι από λοιμώξεις –για παράδειγμα από H1N1 και ελονοσία– προκαλούνται από τη σήψη.