Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η μείωση του ύπνου μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για παθήσεις, όπως τα καρδιαγγειακά προβλήματα και η υπέρταση, ωστόσο οι περισσότερες εξ αυτών έγιναν μόνο σε άνδρες ή επικεντρώθηκαν σε βραχυπρόθεσμο, σοβαρό περιορισμό του ύπνου.
Η νέα μελέτη εξέτασε ιδιαίτερα τις γυναίκες, καθώς μελέτες καταδεικνύουν ότι ο κακός ύπνος μπορεί να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στην καρδιομεταβολική υγεία των γυναικών από ό,τι των ανδρών.
Τι έδειξε η μελέτη
Η συνιστώμενη ποσότητα ύπνου για τη βέλτιστη υγεία είναι μεταξύ επτά και εννέα ωρών τη νύχτα. Προκειμένου να εξετάσουν τον αντίκτυπο της ήπιας, χρόνιας στέρησης ύπνου, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν 38 υγιείς γυναίκες ηλικίας 20-75 ετών, συμπεριλαμβανομένων 11 γυναικών μετά την εμμηνόπαυση, οι οποίες κοιμόντουσαν συνήθως τουλάχιστον επτά ώρες κάθε βράδυ.
Στη μελέτη οι συμμετέχουσες υποβλήθηκαν σε δύο φάσεις μελέτης με τυχαία σειρά. Στη μία φάση τους ζητήθηκε να διατηρήσουν τον επαρκή ύπνο τους, οπότε κοιμόντουσαν κατά μέσο όρο επτάμιση ώρες ανά νύχτα, στην άλλη να καθυστερήσουν την ώρα ύπνου κατά μιάμιση ώρα ανά νύχτα, διατηρώντας παράλληλα τον τυπικό χρόνο αφύπνισης, οπότε κοιμόντουσαν 6,2 ώρες ανά νύχτα. Κάθε μία από τις φάσεις διήρκεσε έξι εβδομάδες. Η συμμόρφωση με τα προγράμματα ύπνου μετρήθηκε με φορητές συσκευές. Καθ' όλη τη διάρκεια της μελέτης οι ερευνητές μετρούσαν την ινσουλίνη, τη γλυκόζη και το σωματικό λίπος.
Υπενθυμίζεται ότι η ινσουλίνη συμβάλλει στη ρύθμιση της γλυκόζης στο σώμα και όταν τα κύτταρα του σώματος αναπτύσσουν αντίσταση στην ινσουλίνη, γίνονται λιγότερο ικανά να τη χρησιμοποιούν αποτελεσματικά, αυξάνοντας τον κίνδυνο ενός ατόμου για προδιαβήτη και διαβήτη τύπου 2.
Σύμφωνα με την έρευνα, ένα ήπιο έλλειμμα ύπνου που διατηρείται για έξι εβδομάδες προκαλεί αλλαγές στον οργανισμό, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη στις γυναίκες.
«Καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν πολλές αλλαγές στις συνήθειες του ύπνου τους λόγω της τεκνοποίησης, της ανατροφής των παιδιών και της εμμηνόπαυσης», επισημαίνει η Μαρί-Πιερ Σονζ, επικεφαλής της μελέτης και Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Διατροφικής Ιατρικής και Διευθύντρια του Κέντρου Αριστείας για τον Ύπνο και την Κιρκάδια Έρευνα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι η μείωση των ωρών ύπνου κατά 90 λεπτά για έξι εβδομάδες αύξησε την αντίσταση στην ινσουλίνη κατά σχεδόν 15% συνολικά και κατά περισσότερο από 20% στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Τα επίπεδα ινσουλίνης νηστείας αυξήθηκαν στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ως απάντηση στον περιορισμό του ύπνου, ενώ τόσο τα επίπεδα της ινσουλίνης νηστείας όσο και της γλυκόζης νηστείας έτειναν να αυξάνονται στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Αν και το αυξημένο κοιλιακό λίπος αποτελεί βασικό παράγοντα της αντίστασης στην ινσουλίνη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι επιπτώσεις της απώλειας ύπνου στην αντίσταση στην ινσουλίνη ήταν ανεξάρτητες με οποιεσδήποτε αλλαγές στο σωματικό λίπος.