Οι ερευνητές προχώρησαν σε μία σύγκριση των επιπέδων χρήσης του Διαδικτύου και των ευρυζωνικών συνδέσεων σε επίπεδο χώρας με την ψυχική ευημερία εκατομμυρίων ανθρώπων σε δεκάδες χώρες και δεν βρήκαν στοιχεία ότι το Διαδίκτυο προκαλεί εκτεταμένη ψυχολογική βλάβη. Ο ερευνητής Andrew Przybylski, καθηγητής Ανθρώπινης Συμπεριφοράς και Τεχνολογίας στο Oxford Internet Institute της Βρετανίας επισήμανε: «Ψάξαμε πολύ σκληρά για να βρούμε κάποιο ακλόνητο αποδεικτικό στοιχείο που να συνδέει την τεχνολογία και την ευημερία και δεν το βρήκαμε».
Τα ευρύματα δεν παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών
Η ομάδα ερευνητών εστίασε επίσης στις επιρροές που μπορεί να έχει το Διαδίκτυο σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες, και τα φύλα και συμπέρανε ότι δεν υπήρχαν ουσιαστικά στοιχεία που να αποδεικνύουν, ότι η χρήση του Διαδικτύου βλάπτει την ψυχική υγεία των νεότερων ατόμων και των γυναικών.
Ο Przybylski σε δελτίο Τύπου του Ινστιτούτου τόνισε: «Δοκιμάσαμε σχολαστικά αν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο όσον αφορά την ηλικία ή το φύλο, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν τη δημοφιλή ιδέα ότι ορισμένες ομάδες κινδυνεύουν περισσότερο».
Αυτό που παρατηρήσαν είναι, ότι η ικανοποίηση που λαμβάνουν οι γυναίκες από τη ζωή τους έχει αυξηθεί περισσότερο τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Οι ερευνητές μέσα στα πλαίσια της μελέτης πραγματοποίησαν μία συγκριτική εξέταση μεταξύ δεδομένων που αφορούσαν την ευεξία και τη ψυχική υγεία και δεδομένων που αφορούσαν την ποσότητα χρήσης του Διαδικτύου και των smartphones.
Από το 2005 έως το 2022 εξέτασαν δεδομένα για την ψυχική υγεία 2 εκατομμυρίων ανθρώπων, ηλικίας 15 έως 89 ετών, σε 168 χώρες και βρήκαν μικρή έως καθόλου ψυχολογική επίδραση από την αυξανόμενη χρήση του Διαδικτύου.
Χρησιμοποίησαν επίσης δεδομένα για το άγχος, την κατάθλιψη και τον αυτοτραυματισμό που συγκεντρώθηκαν μεταξύ 2000 και 2019 από περίπου 200 κράτη μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και τα συνέκριναν με τη χρήση του Διαδικτύου σε αυτές τις χώρες.
Παρά τα ευρήματά τους, ωστόσο, οι ερευνητές επιμένουν, ότι οι εταιρείες πρέπει να παρέχουν περισσότερα δεδομένα, ώστε οι επιπτώσεις της χρήσης του Διαδικτύου να γίνουν καλύτερα κατανοητές.
Οι ερευνητές ανέφεραν στην έκθεσή τους, η οποία δημοσιέυθηκε στο περιοδικό Clinical Psychological Science: «Η έρευνα για τις επιπτώσεις των τεχνολογιών του Διαδικτύου έχει τελματώσει, επειδή εκείνα τα δεδομένα που χρειαζόμαστε επιτακτικότερα συλλέγονται και φυλάσσονται κεκλεισμένων των θυρών από εταιρείες τεχνολογίας και διαδικτυακές πλατφόρμες».
«Είναι σημαντικό να μελετήσουμε, με περισσότερες λεπτομέρειες και με μεγαλύτερη διαφάνεια από όλους τους ενδιαφερόμενους, δεδομένα σχετικά με την υιοθέτηση και ενασχόληση με τεχνολογίες που βασίζονται στο Διαδίκτυο σε επίπεδο ατόμου», πρόσθεσαν οι ερευνητές. «Τα δεδομένα αυτά υπάρχουν και αναλύονται συνεχώς από παγκόσμιες εταιρείες τεχνολογίας για το μάρκετινγκ και τη βελτίωση προϊόντων, αλλά δυστυχώς δεν είναι προσβάσιμα για ανεξάρτητη έρευνα».